φάλαγγα

φάλαγγα
Τυπικός στρατιωτικός σχηματισμός στην αρχαία Ελλάδα, που τον αποτελούσαν πολεμιστές που παρατάσονταν κατά μέτωπο σε διάφορες σειρές και ήταν οπλισμένοι με ακόντια και ασπίδες. Με την πυκνή τάξη της, η μονάδα αυτή, εκτός του ότι αποτελούσε ανυπέρβλητο φραγμό για τις εχθρικές επιθέσεις, μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για να διασπάσει με ελιγμό κρούσης την εχθρική παράταξη. Ο βασιλιάς της Μακεδονίας Φίλιππος B’ και ο γιος του Μέγας Αλέξανδρος χρησιμοποίησαν με τα ίδια κριτήρια τη φ., αφού αντικατέστησαν όμως το ακόντιο με τη σάρισα, δόρυ που είχε μάκρος περίπου έξι μέτρα. Αυτό έκανε βαρύτερο τον σχηματισμό και τον εξασθένησε στα πλευρά γιατί, σε περίπτωση αιφνιδιαστικής επίθεσης από τα πλευρά, οι άντρες της φ., κάνοντας στροφή για vα αλλάξουν μέτωπο, έπρεπε να σηκώσουν ψηλά τις σάρισες, αδυνατώντας έτσι να τις χρησιμοποιήσουν ακριβώς την κρισιμότερη στιγμή· επίσης, αν η ανωμαλία του εδάφους ή άλλη αιτία διασπούσε την πυκνή τάξη της, η φ. έχανε μεγάλο μέρος από την αποτελεσματικότητά της. Η ρωμαϊκή λεγεώνα, περισσότερο ευέλικτη, αντιμετώπισε πάντοτε με ευκολία τη φ., που εξαιτίας του σχηματισμού της ήταν ελάχιστα ευκίνητη.
* * *
η / φάλαγξ, -αγγος, ΝΜΑ
1. γραμμή, τάξη, παράταξη στρατεύματος για μάχη σε μεγάλο βάθος
2. η οριζόντια μεταλλική ράβδος τού ζυγού από την οποία είναι αναρτημένοι εκατέρωθεν οι δίσκοι
3. ανατ. καθένα από τα μικρά οστά που αποτελούν τον σκελετό τών δακτύλων τών χεριών και τών ποδιών τού ανθρώπου και τών ζώων
νεοελλ.
1. έκτακτο στρατιωτικό σώμα με ιδιαίτερη συγκρότηση και οργάνωση (α. «φάλαγγα ιερολοχιτών» β. «φάλαγγα μακεδονομάχων»)
2. σχηματισμός στρατιωτικού τμήματος, ιδίως σε κίνηση («η αεροπορία επισήμανε δύο φάλαγγες τεθωρακισμένων στα μετόπισθεν τών εχθρικών γραμμών)·3. τρόπος διάταξης στρατιωτικού ή άλλου συγκροτημένου σώματος, λ.χ. προσκόπων, αθλητών, μαθητών («φάλαγγα κατ' άνδρα [ή κατά δυάδες, κατά τριάδες κ.λπ.]» — φάλαγγα αποτελούμενη από έναν ή δύο ή τρεις κ.λπ. άνδρες σε βάθος, από έναν ή δύο ή τρεις κ.λπ. ζυγούς)
4. παραστρατιωτικό σώμα
5. μεγάλη μονάδα οργανωτικής συγκρότησης τής λεγόμενης Εθνικής Οργάνωσης Νεολαίας την οποία είχε ιδρύσει το δικτατορικό καθεστώς τής 4ης Αυγούστου
6. φρ. α) «διπλή φάλαγγα» — σχηματισμός στρατεύματος
β) «σύστημα φάλαγγας»
(οικον.-κοινων.) το φαλαγγιστήριο
γ) «Πανεπιστημιακή Φάλαγξ» — βλ. πανεπιστημιακός
αρχ.
1. ιδιαίτερη διάταξη, ιδιαίτερος τακτικός σχηματισμός μάχης ενός στρατεύματος και ιδίως τού κύριου σώματος, τών βαριά οπλισμένων στρατιωτών (α. «τοὺς ἱππέας πρώτους..., ὄπισθεν δὲ ἡ φάλαγξ ἐφεπομένη», Ξεν.
β. «ἐπετάχυνε τὴν πορείαν προσβιαζόμενος ἀκολουθεῑν τὴν φάλαγγα τοῑς ἱππεῡσι», Πλούτ.)
2. συνεκδ. η για κατά μέτωπο μάχη παράταξη τού κέντρου τού στρατού, σε αντιδιαστολή προς το κέρας·3. (στον Όμ.) σύνολο στρατεύματος που παρατάσσεται σε μάχη
4. μεγάλη στρατιωτική μονάδα 16. 384 ανδρών, υποδιαιρούμενη σε μικρότερες ομάδες και σε 16 σειρές
5. το στρατόπεδο («συνελκύσαντες τοὺς τῶν πολεμίων νεκροὺς εἴσω φάλαγγος», Ξεν.)
6. κυλινδρικό κομμάτι ξύλου, στέλεχος, πρέμνο, κορμός («φάλαγγες ἐβένου», Ηρόδ.)
7. η αράχνη φαλάγγιο («ἐοίκασιν ἡμῑν οἱ νόμοι τούτοισι τοῑσι λεπτοῑς ἀραχνίοις, ἃ τοῑσι τοίχοισιν ἡ φάλαγξ ὑφαίνει», Πλάτ.)
8. σειρά βλεφαρίδων
9. δ. προφ. τού φάραγξ
10. (κατά τον Φώτ.) «φάλαγγες... λέγεται... καὶ νεὼς ὑπερείσματα... καὶ ἐπὶ τῆς νεὼς ἡ διαβάθρα»
11. στον πληθ. αἱ φάλαγγαι
α) ξύλινοι κύλινδροι για την μετακίνηση βαρών
β) περιφράγματα, χαρακώματα
12. φρ. «φάλαγξ πλαγία» — φάλαγγα με μήκος μετώπου πολλαπλάσιο τού βάθους
β) «φάλαγξ ὀρθή [ή ὀρθία]» — φάλαγγα με βάθος πολλαπλάσιο τού μετώπου
γ) «φάλαγξ ἀμφίστομος» — ορθή φάλαγγα στην οποία οι άνδρες τάσσονταν πλάτη με πλάτη ώστε να μπορούν να αντιμετωπίσουν επίθεση τού εχθρού και από τις δύο πλευρές
δ) «φάλαγξ άντίστομος» — πλάγια φάλαγγα με διάταξη όμοια με αυτήν τής αμφίστομης
ε) «μακεδονικὴ φάλαγξ» — φάλαγγα από 8, και στη συνέχεια από 16, σειρές πεζεταίρων οπλισμένων με την περίφημη σάρισα και με ξίφος
στ) «λοξή φάλαγξ» — τύπος φάλαγγας που σχημάτιζε οξεία γωνία προς την αντίπαλη, παρατεταγμένη σε ευθεία γραμμή, φάλαγγα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. φάλα-γ-ξ, -α-γ-γος ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *bhelәg- «σανίδα, δοκάρι» και εμφανίζει συνεσταλμένο το φωνήεν τής πρώτης συλλαβής και έρρινο ένθημα -γ- (πρβλ. φάρα-γ-ξ). Η λ. συνδέεται με τ. τής Γερμανικής, πρβλ. αρχ. ισλανδ. bjalki «δoκάρι», αγγλοσαξ. balca, bealca «δοκάρι», γερμ. Balken «δοκάρι», ενώ η σύνδεση της με άλλους τ., όπως λατ. fulcio «στηρίζω», λιθουαν. balžiena «ρόπαλο», ρωσ. bolozno «χοντρή σανίδα», κ.ά. παραμένει ανεπιβεβαίωτη. Αρχική σημ. τής λ., επομένως, είναι η σημ. «κυλινδρικό κομμάτι ξύλου», από την οποία προήλθαν οι σημ. «καθένα από τα επιμήκη οστά τών δακτύλων» (λόγω τού σχήματός τους) και «είδος αράχνης» (για τη σημασιολογική σχέση τών τ., πρβλ. το ζεύγος: σκυτάλη «ξύλινη ράβδος»: σκυταλίς «φάλαγγα τών δακτύλων» και «είδος καβουριού», «είδος κάμπιας»). Τέλος, η χρήση τής λ. φάλαγξ για να δηλωθεί η στρατιωτική παράταξη είναι αρχαία, πρέπει, όμως, να θεωρηθεί μεταφορική].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • φάλαγγα — η 1. παράταξη τμήματος στρατού σε μεγάλο βάθος για μάχη. 2. στρατιωτικό σώμα με ιδιαίτερη οργάνωση: Φάλαγγα ιερολοχιτών. 3. διάταξη σχηματισμού στρατεύματος ή και μαθητών: Φάλαγγα σε τετράδες. 4. η οριζόντια ράβδος της ζυγαριάς, που από τις δύο… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φάλαγγα — φάλαγξ line of battle fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πανεπιστημιακή Φάλαγγα — Στην επανάσταση του 1862, η σύγκλητος του πανεπιστημίου της Αθήνας, αποφάσισε να οργανώσει σε στρατιωτικό σώμα τους φοιτητές, με σκοπό να τους αντιτάξει σε τυχόν απόπειρες βιαιοπραγιών. Μέσα σε 6 ημέρες, 600 οπλίτες φοιτητές, χωρισμένοι σε 5… …   Dictionary of Greek

  • φάλαγγ' — φάλαγγα , φάλαγξ line of battle fem acc sg φάλαγγι , φάλαγξ line of battle fem dat sg φάλαγγε , φάλαγξ line of battle fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αναγνωστόπουλος — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αγγελάκης. Καταγόταν από το Αίγιο. Πήρε μέρος στον Αγώνα ως οπλαρχηγός. 2. Αδάμ. Γεννήθηκε στη Σπάρτη το 1781. Πολέμησε με δικό του στρατιωτικόσώμα και υπό τις διαταγές του Παν. Γιατράκουστο Βαλτέτσι, στην Τρίπολη,… …   Dictionary of Greek

  • Order of battle of the Hellenic Army in the First Balkan War — The following is the order of battle of the Hellenic Army during the First Balkan War. Contents 1 Background 2 Mobilization 3 Army of Thessaly 4 Army of Epirus …   Wikipedia

  • Университетская фаланга — Офицеры Национальной гвардии (в центре) и Университетской фаланги (справа) работа Аравантинос, Паноса Унив …   Википедия

  • ζυγός — Συσκευή με την οποία μπορούμε να κρίνουμε την ισορροπία μεταξύ μιας γνωστής δύναμης και μιας άγνωστης για να οδηγηθούμε έτσι από τη γνώση του μεγέθους της μίας στον προσδιορισμό του μεγέθους της άλλης. Με την πιο κοινή έννοια, στον όρο ζ.… …   Dictionary of Greek

  • Αναγνώστου — I Επώνυμο τριών αγιογράφων. 1. Γεώργιος (18ος αι.). Γεννήθηκε στα Φουρνά της Ευρυτανίας. Σπούδασε ζωγραφική στο εργαστήριο του Διονυσίου «του εκ Φουρνά ιστοριογράφου», που λειτούργησε από τους μαθητές του Διονυσίου και ύστερα από τον θάνατο του… …   Dictionary of Greek

  • γαμψόνυχες — Τα νύχια των αρπακτικών πτηνών και των σαρκοφάγων θηλαστικών (αιλουροειδών). Τα νύχια αυτά είναι ισχυρά, κυρτά, πεπλατυσμένα στις πλευρές, κοφτερά, κατάλληλα να πληγώνουν, να κατασπαράσσουν και να κρατούν γερά τη λεία. Οι γ. των αρπακτικών πτηνών …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”